-
1 Ο σκύλος πήγε και κάθισε στο παχνί, ούτε 'κείνος τρώει τ' άχυρο, ούτε τ' άλογο αφήνει να τρώει
Ο σκύλος πήγε και κάθισε στη φάτνη ( στο παχνί), ούτε 'κείνος τρώει τ' άχυρο, ούτε τ' άλογο αφήνει να τρώει• Собака на сенеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο σκύλος πήγε και κάθισε στο παχνί, ούτε 'κείνος τρώει τ' άχυρο, ούτε τ' άλογο αφήνει να τρώει
-
2 Ο σκύλος πήγε και κάθισε στη φάτνη, ούτε 'κείνος τρώει τ' άχυρο, ούτε τ' άλογο αφήνει να τρώει
Ο σκύλος πήγε και κάθισε στη φάτνη ( στο παχνί), ούτε 'κείνος τρώει τ' άχυρο, ούτε τ' άλογο αφήνει να τρώει• Собака на сенеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο σκύλος πήγε και κάθισε στη φάτνη, ούτε 'κείνος τρώει τ' άχυρο, ούτε τ' άλογο αφήνει να τρώει
См. также в других словарях:
παχνί — το ειδική θέση στο στάβλο, όπου τοποθετείται η τροφή των ζώων, φάτνη: Κάθε ζωντανό στο παχνί του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάτνη — Ξύλινο συνήθως, κατασκεύασμα, μέσα στο οποίο τοποθετείται η τροφή των ζώων. Είναι κυρίως γνωστή με την ονομασία παχνί. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει κατά μήκος του στάβλου μία φ. χωρισμένη σε ίσα διαμερίσματα, όσα και τα ζώα που… … Dictionary of Greek
Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από … Dictionary of Greek
παχνιάζω — (I) [πάχνη] επικαλύπτομαι, σκεπάζομαι με πάχνη. (II) [παχνί] ρίχνω χόρτο στο παχνί για να θρέψω τα ζώα, δίνω τροφή στα ζώα … Dictionary of Greek
εμφατνίζομαι — ἐμφατνίζομαι (Μ) (για άλογα) κλείνομαι στη φάτνη, στο παχνί … Dictionary of Greek
φέρβω — Α (ποιητ. τ.) 1. τρέφω («ποιμὴν... φέρβειν βοτά», Ευρ.) 2. (ενεργ και μέσ.) έχω («κεστρέα δ ... ἀκούω φέρβειν πρηΰτατόν τε δικαιότατόν τε νόημα», Οππ.) 3. μτφ. διασώζω, διατηρώ («μουνογενὴς δὲ πάϊς οἶκον πατρώϊον εἴη φερβέμεν», Ησίοδ.) 4. μέσ.… … Dictionary of Greek
απόπαχνο — το απομεινάρι στο παχνί από την τροφή των ζώων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
πύελος — η, ΝΑ, και πύαλος Α 1. η κοιλότητα σε δαχτυλίδι για στερέωση σφραγιδολίθου, αλλ. πυελίδα 2. κολυμπήθρα για βάπτιση νεοελλ. 1. ανατ. σύνολο τεσσάρων οστών που αποτελούν το κατώτερο τμήμα τού κορμού, στο οποίο χρησιμεύουν ως βάση και προσφέρουν… … Dictionary of Greek